Σάββατο 13 Απριλίου 2013

Ο μύθος για τις ευθύνες του Ανδρέα Παπανδρέου για τη σημερινή οικονομική καταστροφή


Του Θεόδωρου Κατσανέβα

Η σημερινή οικονομική τραγωδία της χώρας προφανώς μπορεί και πρέπει να συνδεθεί με αίτια και ονοματεπώνυμα. Έχει βρεθεί ο κυρίως ένοχος. Είναι ο Ανδρέας Παπανδρέου. Τα βέλη των συστημικών κατηγόρων, κάνουν μια μεγάλη χρονολογική παράκαμψη τριάντα ολόκληρων ετών και στοχεύουν την οκταετία 1981-88. Υποστηρίζουν με σοβαροφάνεια ότι, τα δημόσια ελλείμματα απογειώθηκαν εκείνη την περίοδο, με κύρια ευθύνη τις τότε μεγάλες αυξήσεις στους μισθούς. Χρησιμοποιούν κατά το δοκούν όποια στατιστικά στοιχεία βολεύουν. Παραβλέπουν ότι τα «Greek statistics», ιδιαίτερα της περιόδου Σημίτη, έχουν κάνει καταγέλαστη τη χώρα μας διεθνώς και είναι κατ΄ εξοχήν αναξιόπιστα. Όπως και το γεγονός ότι, λόγω της εδώ μεγάλης παραοικονομίας, το ελληνικό ΑΕΠ ( Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν ), έχει επανειλημμένα αναθεωρηθεί και οι χρονολογικές συγκρίσεις είναι περίπου αδύνατες. Η έωλη Αντιαδρεϊκή προπαγάνδα, χρησιμοποιεί κουραστικά επαναλαμβανόμενη, το περίφημο «Τσοβόλα δώστα όλα». Ένα στιγμιαίο φραστικό παιχνίδι του Α.Π. που προφανώς αφορούσε την ορμητικότητα του λόγου του Δημήτρη Τσοβόλα και όχι φυσικά την προτροπή για ανεξάντλητες παροχές. Αλλά και έτσι να το δει κανείς, μόνο ως παρορμητικός αστεϊσμός της στιγμής στέκει. Τελικά, για όσους επιμένουν να επιρρίπτουν επιλεκτικά ευθύνες σε περιόδους πριν από τριάντα χρόνια, απαλλάσσοντας έτσι τους πραγματικούς υπεύθυνους των πρόσφατων εποχών, τους προτείνουμε να αναζητήσουν υπόλογους και στην εποχή του Χαρίλαου Τρικούπη και γιατί όχι στην Τουρκοκρατία !
Η ανατροπή του μύθου από τον Νίκο Νικολάου
Η πιο έγκυρη και αδιαφιλονίκητη ανατροπή αυτού του μύθου, βρίσκεται στο αποκαλυπτικό σύγγραμμα του Πρύτανη των οικονομικών αναλυτών και κάθε άλλο παρά φιλοΑνδρεϊκού Νίκου Νικολάου, «Πρόσωπα της Οικονομίας, Εκδόσεις Λιβάνη, 2008». Αντιγράφουμε σχετικά αποσπάσματα από τις σελίδες 121-125, χωρίς δική μας παρέμβαση :
«……Ο Ανδρέας, τις τελευταίες ημέρες του Δεκεμβρίου του ’81 έβαλε τον Υπουργό Εργασίας κ. Απόστολο Κακλαμάνη να εξαγγείλει από τηλεοράσεως αυξήσεις στους κατώτερους μισθούς και ημερομίσθια μέχρι 60% και διπλασιασμό των κατώτατων συντάξεων του ΙΚΑ, του Δημοσίου, του ΟΓΑ, ΤΕΒΕ κ.λπ. Επρόκειτο για έναν κοινωνικό σεισμό που δεν είχε το προηγούμενό του στην ιστορία της χώρας, καθώς ο Ανδρέας πραγματοποίησε με τα μέτρα αυτά μια βίαιη ανακατανομή εισοδήματος υπέρ των μη προνομιούχων της χώρας. Εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες, αγρότες κ.λπ. έφαγαν για πρώτη φορά «γλυκό ψωμί» στη σκληρή ζωή τους. Οι μεγάλες μισθολογικές αναπροσαρμογές της τάξεως του 60% αφορούσαν τα απαράδεκτα χαμηλά επίπεδα των κατώτατων μισθών – ημερομισθίων με τα οποία αμείβονταν το 10-15% του 1,5 εκατομμυρίου των εργατοϋπαλλήλων της χώρας. Επρόκειτο για μεροκάματα 400-500 δρχ. και για μισθούς 12.000 δρχ. τον μήνα. Τα μέτρα αυτά τα επεξεργάσθηκαν κρυφά από το οικονομικό επιτελείο, ο Απόστολος Κακλαμάνης, υπουργός Εργασίας και ο τότε γαμπρός του Ανδρέα και διοικητής του ΟΑΕΔ, Θόδωρος Κατσανέβας, υπό την καθημερινή εποπτεία βέβαια του Ανδρέα. Εκτός από τις μεγάλες αυξήσεις, ελήφθησαν και τα εξής φιλεργατικά μέτρα:
- Η πενθήμερη εργασία την εβδομάδα.
- Η εργάσιμη εβδομάδα των 40 ωρών.
- Η ετήσια άδεια των 4 εβδομάδων.
- Θεσπίστηκαν φορολογικές ελαφρύνσεις για τους μισθωτούς και αυξήθηκαν τα οικογενειακά επιδόματα κατά 100%.
- Μπήκε φραγμός στις ομαδικές απολύσεις.
- Θεσμοθετήθηκε η 135 Διεθνής Σύμβαση Εργασίας και καθιερώθηκαν οι κανόνες υγιεινής και ασφάλειας εργασίας.
Αυτά ήταν τα φιλολαϊκά μέτρα που πήρε ο Ανδρέας, παρά τις αντίθετες απόψεις των υπουργών του και των οικονομολόγων συμβούλων του, οι οποίοι με τις αντιρρήσεις τους καλλιέργησαν τον μύθο ότι τότε συνετελέσθη λίγο πολύ μια καταστροφή που οδήγησε την ελληνική οικονομία στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Παρ’ ότι και εγώ τότε σαν οικονομικός συντάκτης της «Καθημερινής» καταστροφολόγησα αρκετά, τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, ανασκοπώντας χωρίς φανατισμό τις τότε εξελίξεις πρέπει να παραδεχθώ ότι η πολιτική του Ανδρέα ήταν σωστή κοινωνικά και πολιτικά, γιατί ανέλκυσε από το περιθώριο και ενέταξε στο κοινωνικό σώμα, στρώματα μη προνομιούχων, που η πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων τα είχε κυριολεκτικά σβήσει από τον χάρτη των παρεμβάσεών της στην οικονομία. Το ότι τότε δεν έγινε ανατροπή της οικονομικής ισορροπίας προκύπτει σαφώς από τις μακροοικονομικές σειρές που έχει επεξεργαστεί για την ελληνική οικονομία η Eurostat και, σύμφωνα με την οποία, ο μέσος όρος των πραγματικών αυξήσεων σε μισθούς και ημερομίσθια που ήταν 6,9% κατ’ έτος στη δεκαετία 1961-1970 και 3,9% στη δεκαετία 1971-1980, μειώθηκε κατά 1,5% το 1981 και αυξήθηκε κατά 5,3% το 1982. Αυτή ήταν όλη και όλη η δήθεν τερατώδης αύξηση του κόστους, για την οποία διαμαρτύρονταν οικονομολόγοι επιτελείς του Ανδρέα και οι επιχειρηματίες. Και αυτό συνέβη, γιατί οι μεγάλες αυξήσεις που δόθηκαν στα κατώτατα όρια δεν επεκτάθηκαν στις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις.
Η μεγάλη αναδιανομή εισοδήματος που έκανε ο Ανδρέας αφορούσε, λοιπόν, αποκλειστικά τους αδικημένους της ελληνικής εργατικής τάξης και τους αγρότες, οι οποίοι για πρώτη φορά έφαγαν γλυκό ψωμί. Ένα άλλο επιχείρημα κατά των αυξήσεων που και αυτό είναι έωλο, είναι ότι εξαιτίας αυτών καταχρεώθηκε δήθεν η χώρα και αυξήθηκε το δημόσιο χρέος. Το ΠΑΣΟΚ όντως πήρε το δημόσιο χρέος στο 29,7% του ΑΕΠ το 1981 και το ανέβασε στο 72% το 1989, ο υπερδιπλασιασμός όμως αυτός δεν οφείλεται στις αυξήσεις που πήραν οι 150.000 χαμηλόμισθοι, οι οποίες άλλωστε απορροφήθηκαν από τις τιμές των προϊόντων, αλλά στις αθρόες προσλήψεις στον δημόσιο τομέα και τις σπατάλες στις ΔΕΚΟ. Αλλωστε, όταν στη διετία 86-87 ήλθε η λιτότητα του σταθεροποιητικού προγράμματος του Σημίτη (μείωση της μέσης πραγματικής αμοιβής των μισθωτών 8,5% το 1986 και 5,1% το 1987), οι αυξήσεις που είχαν πάρει οι χαμηλόμισθοι λειτούργησαν σαν ανάχωμα προστασίας, για να μην επιστρέψουν στη μιζέρια του κοινωνικού περιθωρίου. Το λάθος του Κακλαμάνη είναι ότι προχώρησε σε λίγο σε ένα νόμο για τους συνδικαλιστές, που τους έδωσε προνόμια και δύναμη και έχουν καταστεί μέχρι τώρα αφεντικά στις ΔΕΚΟ, εμποδίζοντας τον εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα και την περιστολή της σπατάλης……..».
Και ο δικός μας επίλογος
Όση χολή και δεξιόστροφη διαστρέβλωση των στοιχείων και αν επιρρίπτεται συστηματικά ή ανοήτως στη χρυσή οκταετία 1981-88, δύσκολα αλλοιώνεται η λαϊκή ιστορική μνήμη για τις καλύτερες μέρες που έζησε ο απλός πολίτης την περίοδο εκείνη. Γι΄αυτό και μεγάλη έρευνα της κοινής γνώμης που έγινε το 2007 από την εταιρεία Public Issue για λογαριασμό της κάθε άλλο παρά φιλο -Ανδρεϊκής Καθημερινής, ανέδειξε τον Ανδρέα Παπανδρέου πολύ μακράν, ως τον καλύτερο πρωθυπουργό της μεταπολιτευτικής περιόδου 1974-1977, με ποσοστό 48%, έναντι 26% του Κωσταντίνου Καραμανλή του πρεσβύτερου, 7% του Κωσταντίνου Καραμανλή του νεότερου, 6% του Κώστα Σημίτη και 2% του Κώστα Μητσοτάκη (Καθημερινή, 12.12.07, βλ. πίνακες). Και επιπλέον,ανέδειξε την περίοδο 1981-85, ως την καλύτερη πενταετία για τη χώρα. Από την ίδια έρευνα προκύπτει επίσης ότι, η κοινή γνώμη, θεωρεί πως η δημοκρατία, το βιοτικό επίπεδο των πολιτών, αλλά και η οικονομία, βρισκόταν σε πολύ καλύτερο επίπεδο στην περίοδο 1981-88.
Σήμερα, περίπου τριάντα χρόνια μετά, η χρυσή εκείνη εποχή μοιάζει με παραμύθι. Όσο και αν οι συστημικοί παραποιητές της ιστορίας προσπαθούν να την αποδομήσουν, η κοινή λογική αποφαίνεται ότι οι ευθύνες δεν μπορεί παρά να βαρύνουν τις κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαπέντε ετών. Αναρωτιέται κανείς, γιατί το ΙΣΤΑΜΕ, το Ινστιτούτο Ανδρέα Παπανδρέου, το ίδιο το ΠΑΣΟΚ, δεν αντιτάσσουν τεκμηριωμένα επιχειρήματα όπως αυτά τα λίγα που παρατέθηκαν εδώ, απέναντι στην εκ του πονηρού υπονόμευση της ιστορικής παρακαταθήκης που μας άφησε ο μεγάλος αναμορφωτής- ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ, όπως έχουν υποχρέωση να κάνουν, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον από την ονομασία τους. Εκτός και αν οι ονομασίες ΠΑΣΟΚ και Αντρέας Παπανδρέου, χρησιμοποιούνται απλώς ως ταμπέλα, ως trade mark, ως χρήσιμο περίβλημα σε ένα άδειο κουφάρι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

σχολιάστε χωρίς λογοκρισία αρκεί να μην πάμε φυλακή.